- Φοίβος
- οκύρ. όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Φοῖβος — pure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοῖβος — pure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
φοιβός — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ή, όν, Α βλ. Φοίβος … Dictionary of Greek
Δέλφης, Φοίβος — (Δελφοί Βοιωτίας 1909 – 1988). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή Γιώργου Κανέλλου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε κυρίως ποιήματα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, ενώ άλλα έχουν συμπεριληφθεί… … Dictionary of Greek
Феб — (Φοϊβος) один из эпитетов древнегреческого бога Аполлона, как божества света (φοίβος чистый, светлый, одного корня С φάος, эол. φαϋος из φάFος). См. Аполлон … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
φοῖβον — φοῖβος pure masc acc sg φοῖβος pure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοῖβε — Φοῖβος pure masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοῖβε — φοῖβος pure masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοῖβοι — Φοῖβος pure masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)